Δάδας

Δάδας
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μάρτυρας. Καταγόταν από την Περσία και ήταν συγγενής και αξιωματούχος του βασιλιά Σαβωρίου. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Σεπτεμβρίου. 2. Μάρτυρας, που αποκεφαλίστηκε τον 4o αι. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Απριλίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δᾷδας — δαίς 1 fire brand fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DADUCHI — Gr. Δαδοῦχοι, Lat. Faciferi, et Ι῾εροφάνται Δᾳδοῦχοι, Doctores sacrorum faciferi, recepta in facris Cereris seu Thesmophoriis olim vocabula, Iul. Pollux Onomast. l. 1. c. 1. n. 31. Sic Calliam Cereris Sacerdotem Δᾳδοῦχον vocat Plutarch. Aristide …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… …   Dictionary of Greek

  • εκφλόγωσις — ἐκφλόγωσις, η (AM) ανάφλεξη, εκπύρωση αρχ. 1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο τής δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται 2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή τού σώματος (ολόκληρου ή μέρους του) …   Dictionary of Greek

  • καπηλειό — και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῑον) οινοπωλείο, ταβέρνα αρχ. μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῡ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος …   Dictionary of Greek

  • χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… …   Dictionary of Greek

  • ДАДА, ГАВЕДДАЙ И КАЗДОЯ — [сир. , , ; греч. Δάδας, Γοβδελάας/Γουδελάα, Κασδία/Κασδόα] († 330/1), мученики Персидские (пам. 29 сент.), пострадали при шахе Шапуре II (308 379). Мученики Дада, Гаведдай, Каздоя и Гаргал. Икона мощевик. 1895 г. (Архиерейская ризница… …   Православная энциклопедия

  • ДАДА, КВИНТИЛИАН И МАКСИМ — [греч. Δάδας, Κυντιλλιανός, Μάξιμος] († 286), мученики Доростольские (пам. 28 апр., пам. зап., пам. греч. 13 апр.), пострадали во 2 й год правления императоров Диоклетиана и Максимиана. Д., К. и М. происходили из г. Доростола в Н. Мёзии (совр. г …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”