δᾷδας — δαίς 1 fire brand fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DADUCHI — Gr. Δαδοῦχοι, Lat. Faciferi, et Ι῾εροφάνται Δᾳδοῦχοι, Doctores sacrorum faciferi, recepta in facris Cereris seu Thesmophoriis olim vocabula, Iul. Pollux Onomast. l. 1. c. 1. n. 31. Sic Calliam Cereris Sacerdotem Δᾳδοῦχον vocat Plutarch. Aristide … Hofmann J. Lexicon universale
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… … Dictionary of Greek
εκφλόγωσις — ἐκφλόγωσις, η (AM) ανάφλεξη, εκπύρωση αρχ. 1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο τής δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται 2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή τού σώματος (ολόκληρου ή μέρους του) … Dictionary of Greek
καπηλειό — και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῑον) οινοπωλείο, ταβέρνα αρχ. μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῡ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος … Dictionary of Greek
χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… … Dictionary of Greek
ДАДА, ГАВЕДДАЙ И КАЗДОЯ — [сир. , , ; греч. Δάδας, Γοβδελάας/Γουδελάα, Κασδία/Κασδόα] († 330/1), мученики Персидские (пам. 29 сент.), пострадали при шахе Шапуре II (308 379). Мученики Дада, Гаведдай, Каздоя и Гаргал. Икона мощевик. 1895 г. (Архиерейская ризница… … Православная энциклопедия
ДАДА, КВИНТИЛИАН И МАКСИМ — [греч. Δάδας, Κυντιλλιανός, Μάξιμος] († 286), мученики Доростольские (пам. 28 апр., пам. зап., пам. греч. 13 апр.), пострадали во 2 й год правления императоров Диоклетиана и Максимиана. Д., К. и М. происходили из г. Доростола в Н. Мёзии (совр. г … Православная энциклопедия